- ναυτόφωνο
- τοσυσκευή η οποία εκπέμπει έντονα ηχηρά σήματα και χρησιμοποιείται από τους ναυτικούς κατά τη διάρκεια πυκνής ομίχλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + -φωνο (< -φωνος < φωνή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… … Dictionary of Greek